- πετεινός
- ο(ουσ.)1. κόκορας, το αρσενικό της κότας.2. ο επικρουστήρας του όπλου.3. το φυτό παπαρούνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πετεινός — able to fly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετεινός — Κοινή ονομασία διάφορων ορνιθόμορφων της οικογένειας των Φασιανιδών. Οποιαδήποτε κι αν είναι η φυλή του, είτε είναι άγριος ή κατοικίδιος, κάθε π. έχει στο κεφάλι του ένα σαρκώδες λειρί, διάφορων σχημάτων, που συνοδεύεται μερικές φορές από ένα… … Dictionary of Greek
πετεηνά — πετεινός able to fly neut nom/voc/acc pl (epic) πετεηνά̱ , πετεινός able to fly fem nom/voc/acc dual (epic) πετεηνά̱ , πετεινός able to fly fem nom/voc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετεινά — πετεινός able to fly neut nom/voc/acc pl πετεινά̱ , πετεινός able to fly fem nom/voc/acc dual πετεινά̱ , πετεινός able to fly fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετηνά — πετεινός able to fly neut nom/voc/acc pl πετηνά̱ , πετεινός able to fly fem nom/voc/acc dual πετηνά̱ , πετεινός able to fly fem nom/voc sg (doric aeolic) πετηνός able to fly neut nom/voc/acc pl πετηνά̱ , πετηνός able to fly fem nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετεηνῶν — πετεινός able to fly fem gen pl (epic) πετεινός able to fly masc/neut gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετεηνόν — πετεινός able to fly masc acc sg (epic) πετεινός able to fly neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετεινῶν — πετεινός able to fly fem gen pl πετεινός able to fly masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετεινόν — πετεινός able to fly masc acc sg πετεινός able to fly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετηνῶν — πετεινός able to fly fem gen pl πετεινός able to fly masc/neut gen pl πετηνός able to fly fem gen pl πετηνός able to fly masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)